- κέρδεα
- κέρδοςgainneut nom/voc/acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρδε' — κέρδεα , κέρδος gain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κέρδει , κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (attic epic) κέρδεϊ , κέρδος gain neut dat sg (epic ionic) κέρδει , κέρδος gain neut dat sg κέρδεε , κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek